#2.2


Έξω από την ασφάλεια των συναισθημάτων, έπιασε τη ζωή της στα πράσα και λαχτάρησε τις στιγμές.



Με νωχελικό περπάτημα σα ναυαγός του σήμερα, ξεμπερδεύει το βήμα της και δίνει ένα σάλτο που θα το ζήλευε ακόμη και ο άλλος της εαυτός. 



Κρυφοκοιτάζει πίσω της και αφήνει απόνερα στο πέρασμα της.


Συναντάει κάστρα που έχουν θαφτεί στη γη χωρίς να την αγγίζουν,





Ξύλα και δέντρα αιωνόβια που σαν παιδιά την φωνάζουν να πλησιάσει.


Της ψιθυρίζουν στ’ αυτί την παρομοίωση της ζωής με ένα κλαδί που δεν θα αγγίξει ποτέ τον ουρανό.


Η αιχμή του, είναι και το τέλος του.



Μέχρι τότε όμως,

οι ρίζες,

οι ρίζες κλαδιά με φύλλα και άνθη θα αφήσουν στην πορεία τους μέχρι το τέλος.


Τελικά η φύση τσακίζει, σκέφτηκε…



Δημιουργεί αναμνήσεις σε μέρη που δεν θα ζήσεις ποτέ

 

και σκοράρει στα μπολιασμένα δίχτυα σου, λίγο πριν ξημερώσει.


Σβήνει φωτιές γυρίζοντας ανάποδα το σημείο που ξάπλωνες αμέριμνος

 

και ανάβει ερήμους από τον άνεμο, τη σκουριά και το αλάτι.


Κάνει στροφές γύρω από τον εαυτό της,


πετάγεται στα σύννεφα και σου εγκλωβίζει την σκέψη,


παραμορφώνει τα σχήματα που με περισσή μαεστρία δημιούργησες και σε κάνει να μισείς και να αγαπάς τα πάντα και το τίποτα μαζί. 


Δηλαδή εσένα.








(ολοκληρωμένη η αφήγηση εδώ και στο επόμενο zine...)

Σχόλια