#2.3


     Εσένα που δεν πείστηκες ποτέ για την δύναμη της και πάντα άφηνες λάσκο στα θέλω σου με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα.


Ξεκινώντας από το τίποτα, τα ασήκωτα παπούτσια σου σε οδήγησαν ξανά στο μέρος που ξεκίνησες κάποτε και έμεινες εκεί κάνοντας στροφές γύρω από το ίδιο σημείο.

Ο ίδιος ξερότοπος που κάποτε σε αγκάλιαζε, τώρα σε σπρώχνει να σταθείς όρθιος, ταριχευμένος ταξιδευτής του κενού.

Προσπαθείς να δώσεις χρώμα στο ψηλότερο σημείο του ταβανιού, ψάχνεις φωτιές στο κέντρο της γης και παλεύεις να σχηματίσεις την μορφή της από αυτά που άκουσες κάποτε για εκείνη.


Ηλεκτροφόρα καλώδια και καπνισμένα φουγάρα με αποχρώσεις του δειλινού, σε οδήγησαν εδώ κατά λάθος και οι χτύποι της καρδιάς σου γρηγορεύουν κάθε φορά που περνάς από αυτό το σημείο.


    Τα λόγια δε φτάνουν γι’ αυτό μου μιλάς σπάνια και μονολεκτικά.

Λόγια ξαναειπωμένα για στιγμές που δεν έχουμε ξαναζήσει.

Λάθη που αν δεν τα καταπιούμε, δεν θα ησυχάσουμε ποτέ.

Δεν θα χορτάσουμε ποτέ, έχοντας την ελπίδα κρεμασμένη από τα δόντια μας, σε μία επιγραφή ξύλινη που γράφει με έντονα, βαθιά χαραγμένα γράμματα:

Αθάνατος. Παντοδύναμος.


    Όλα αυτά απέχουν λίγα μόλις βήματα από την τουαλέτα του σπιτιού σου.

Η καθιστή σου στάση, θα σου θυμίσει ότι δεν διαφέρεις και πολύ από τους υπολοίπους και απότομα θα σηκωθείς όρθιος κρατώντας σε χαρτί πολυτελείας ένα μικρό ποίημα, που περιγράφει το υπέρτατο χθεσινό σου απόκτημα.

Την ίδια στιγμή ορδές αμάχων στους δρόμους, δημιουργούν αναχώματα με όλα τα βιβλία του κόσμου, φωνάζοντας μέχρι να ξεραθεί ο λαιμός τους, πως η αλήθεια δεν έχει γραφτεί ακόμη.


Εν τέλει, δεν έγραψαν τίποτα επειδή δεν τους άφησες ποτέ να μιλήσουν.





(ολοκληρωμένη η αφήγηση εδώ και στο επόμενο zine...)



Σχόλια