#2.4

  


    Στάσιμος στέκεις μπροστά στη στιγμή σου και μια όμορφη λέξη ζητάς από τα χείλη μου, που να γυαλίζει σαν τη δροσιά του φθινοπώρου.

Εκεί που ακούμπησες για να ξαποστάσεις όμως, έχω αφήσει τις ανάσες μου.

Εκεί άνοιξα τα μάτια και πήρα την πρώτη μου εισπνοή.


    Με κοιτούσες φορώντας πολύχρωμα λαμπάκια στο κεφάλι και τα δάχτυλα σου πετούσαν πυροτεχνήματα στον ουρανό.

Ακόμα και όταν έκλεισα τα μάτια, ήσουν εκεί για να μου θυμίσεις, ότι η καρδιά μου χτυπούσε στο σώμα σου κάποτε.

Τώρα που με γέννησες με καταδίκασες να ζω ευτυχισμένος ανάμεσα σε τόσα πολλά χρώματα και να ξυπνάω στον ύπνο μου.


    Συνήθως δεν θυμάμαι τα όνειρα μου, κι αυτός είναι ο λόγος που δεν σου γράφω συχνά. 

Ξεχνάω αυτούς που συναντάω στο διάβα μου και αγκαλιάζω αγνώστους που στάθηκαν καταμεσής του δρόμου για να θυμηθούν.

Στόμωσαν οι υποσχέσεις και η ίσαλος κρύφτηκε, καιρό τώρα...


Δεν έχω απαντήσεις για έρμα, κι αυτός είναι ο λόγος που δεν σου μιλάω συχνότερα.

Αιχμηρός και διψασμένος θα σου γράφω μόνο το πρωί, όνειρα που θυμάμαι και μας γνέφουν ακόμα.  



(ολοκληρωμένη η αφήγηση εδώ και στο επόμενο zine...)

Σχόλια